πρασινογάλαζος

πρασινογάλαζος
-η, -ο
ο πράσινος και γαλάζιος μαζί: Πρασινογάλαζα νερά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρασινογάλαζος — η, ο, Ν αυτός που έχει χρώμα μεταξύ πράσινου και γαλάζιου («πρασινογάλαζη θάλασσα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”